- εσχατόμοιρος
- ἐσχατόμοιρος, -ον (Α)αυτός που έχει την έσχατη μοίρα, το έσχατο μερίδιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < έσχατος + -μοιρος < μοίρα (πρβλ. ά-μοιρος, μεμψί-μοιρος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
έσχατος — η, ο (ΑΜ ἔσχατος, η, ον Α και ἔσχατος, ον) 1. (για τόπους) ο πιο απομακρυσμένος, ο απώτατος, αυτός που βρίσκεται στο ακρότατο σημείο, ο τελευταίος («ἔσχατος θάλαμος», Ομ. Οδ.) 2. (για πρόσ.) χειρότερος, κατώτερος («ο έσχατος τών μαθητών») 3.… … Dictionary of Greek